- κοκκοθλάστης
- οεργαλείο που χρησιμεύει στη θραύση και στον τεμαχισμό διαφόρων δημητριακών καρπών, σπόρων και άλλων ουσιών που προορίζονται για τη διατροφή ζώων.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + θλάστης (< θλῶ «σπάω»), πρβλ. εμβρυο-θλάστης, οστεο-θλάστης].
Dictionary of Greek. 2013.